κηλώνειο(ν)

κηλώνειο(ν)
το (Α κηλώνειον και κηλώνιον και ιων. τ. κηλωνήϊον)
το ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα πηγάδια, κν. γεράνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων + κατάλ. -ειον (πρβλ. σκαμών-ειον, χελών-ειον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κηλωνεύω — (Α) αναρτώ από κηλώνειο ή από άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήλων, με τη σημ. «μακρύ ξύλινο δοκάρι»] …   Dictionary of Greek

  • υδροκηλώνειο — το, Ν μηχάνημα με το οποίο αντισταθμίζεται η εκροή τών νερών στους υδατοφράχτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κηλώνειο «δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος από το πηγάδι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”